αναγνώριμος

αναγνώριμος
και ανεγνώριμος, -η, -ο (Α ἀναγνώριμος)
αυτός που δεν τόν αναγνωρίζει κανείς ή τόν αναγνωρίζει με δυσκολία λόγω αλλοιώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* στερ. + γνώριμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”